Αμερικανός

Αμερικανός
και Αμερικάνος, ο (θηλ. Αμερικανίδα και Αμερικάνα)
1. αυτός που κατοικεί στην Αμερική ή κατάγεται από αυτήν
2. υπήκοος τού αμερικανικού κράτους
3. 'Ελληνας που ζει στην Αμερική ή επέστρεψε από εκεί
4. αυτός που με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να μιμηθεί τον Αμερικανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. εθνικό όνομα Americano ή, σύμφωνα με άλλη άποψη < αγγλ. American.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμερικανίζω, αμερικανικός, αμερικανισμός, αμερικανιστής, αμερικανόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αμερικανός — Αμερικανός, o, θηλ. ή και ίδα και Aμερικάνος, o, θηλ. α 1. ο υπήκοος κάποιας πολιτείας της αμερικανικής ηπείρου: Ήταν Αμερικανίδα, αλλά παντρεύτηκε Έλληνα και ζούσε στην Ελλάδα. 2. Έλληνας που ζει στην Αμερική ή γύρισε απ αυτήν: Στο χωριό είχε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμερικανίζω — [Αμερικανός] 1. φέρομαι ή ενεργώ σαν Αμερικανός 2. μιμούμαι τους Αμερικανούς κατά τη συμπεριφορά ή τις συνήθειες …   Dictionary of Greek

  • Μαίηλερ, Νόρμαν — Αμερικανός λογοτέχνης. Βλ. λ. Μέιλερ, Νόρμαν …   Dictionary of Greek

  • Μακάρθι, Τζόζεφ — Αμερικανός πολιτικός. Βλ. λ. Μακ Κάρθι, Τζόζεφ …   Dictionary of Greek

  • Μακάρθουρ, Ντάγκλας Άρθουρ — Αμερικανός στρατιωτικός. Βλ. λ. Μακ Άρθουρ, Ντάγκλας Άρθουρ …   Dictionary of Greek

  • Μακίνλεϋ, Γουίλιαμ — Αμερικανός πολιτικός. Βλ. λ. Μακ Κίνλεϊ, Γουίλιαμ …   Dictionary of Greek

  • Μακλέλαν, Τζορτζ — Αμερικανός στρατηγός και πολιτικός. Βλ. λ. Μακ Κλέλαν, Τζορτζ Μπρίντον …   Dictionary of Greek

  • Μακμίλαν, Έντουιν Μάτισον — Αμερικανός φυσικοχημικός. Βλ. λ. Μακ Μίλαν, Έντουιν Μάτισον …   Dictionary of Greek

  • Μακουήν, Στηβ — Αμερικανός ηθοποιός. Βλ. λ. Μακ Κουίν, Στιβ …   Dictionary of Greek

  • Σικόρσκι, Ιγκόρ — Αμερικανός αεροναυπηγός ρωσικής καταγωγής (Κίεβο 1889 Στάτφορντ, Κοννέκτικατ 1972). Σχεδίασε και κατασκεύασε, το 1908 διάφορους τύπους αεροπλάνων και το 1909 έναν τύπο ελικόπτερου χωρίς επιτυχία. Το 1913 κατασκεύασε το πρώτο τετρακινητήριο στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”