Αμερικανός — Αμερικανός, o, θηλ. ή και ίδα και Aμερικάνος, o, θηλ. α 1. ο υπήκοος κάποιας πολιτείας της αμερικανικής ηπείρου: Ήταν Αμερικανίδα, αλλά παντρεύτηκε Έλληνα και ζούσε στην Ελλάδα. 2. Έλληνας που ζει στην Αμερική ή γύρισε απ αυτήν: Στο χωριό είχε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμερικανίζω — [Αμερικανός] 1. φέρομαι ή ενεργώ σαν Αμερικανός 2. μιμούμαι τους Αμερικανούς κατά τη συμπεριφορά ή τις συνήθειες … Dictionary of Greek
Μαίηλερ, Νόρμαν — Αμερικανός λογοτέχνης. Βλ. λ. Μέιλερ, Νόρμαν … Dictionary of Greek
Μακάρθι, Τζόζεφ — Αμερικανός πολιτικός. Βλ. λ. Μακ Κάρθι, Τζόζεφ … Dictionary of Greek
Μακάρθουρ, Ντάγκλας Άρθουρ — Αμερικανός στρατιωτικός. Βλ. λ. Μακ Άρθουρ, Ντάγκλας Άρθουρ … Dictionary of Greek
Μακίνλεϋ, Γουίλιαμ — Αμερικανός πολιτικός. Βλ. λ. Μακ Κίνλεϊ, Γουίλιαμ … Dictionary of Greek
Μακλέλαν, Τζορτζ — Αμερικανός στρατηγός και πολιτικός. Βλ. λ. Μακ Κλέλαν, Τζορτζ Μπρίντον … Dictionary of Greek
Μακμίλαν, Έντουιν Μάτισον — Αμερικανός φυσικοχημικός. Βλ. λ. Μακ Μίλαν, Έντουιν Μάτισον … Dictionary of Greek
Μακουήν, Στηβ — Αμερικανός ηθοποιός. Βλ. λ. Μακ Κουίν, Στιβ … Dictionary of Greek
Σικόρσκι, Ιγκόρ — Αμερικανός αεροναυπηγός ρωσικής καταγωγής (Κίεβο 1889 Στάτφορντ, Κοννέκτικατ 1972). Σχεδίασε και κατασκεύασε, το 1908 διάφορους τύπους αεροπλάνων και το 1909 έναν τύπο ελικόπτερου χωρίς επιτυχία. Το 1913 κατασκεύασε το πρώτο τετρακινητήριο στον… … Dictionary of Greek